- χάρισμα
- το, ΝΜΑ [χαρίζω, -ομαι]κάθε πνευματικό δώρο τού Θεού και, ιδίως, τού Αγίου Πνεύματος προς τους ανθρώπους, δωρεάνεοελλ.1. (γενικά) προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει πολλά χαρίσματα»)2. καθετί που δίνεται δωρεάν, δώρο3. (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) δωρεάν, χαριστικά («σού τό δίνω χάρισμα»)4. στον πληθ. τα χαρίσματατα γαμήλια δώρα5. φρ. α) «χάρισμα σου» — σού τό χαρίζω, χαλάλι σουβ) «χάρισμα τού λόγου» — ευγλωττία6. παροιμ. «ξίδι χάρισμα, γλυκό σαν μέλι» — δηλώνει ότι και το πιο ευτελές δώρο προκαλεί ευχαρίστησημσν.-αρχ.εκκλ. το μυστήριο τού βαπτίσματος.
Dictionary of Greek. 2013.